- πηκτίς
- -ίδος, ή, και δωρ. τ. πακτίς και αιολ. τ. πᾱκτις, -ιδος, ΜΑ1. λυδικής προέλευσης μουσικό όργανο με είκοσι χορδές, που έμοιαζε με άρπα2. λύρα3. ποιμενικός αυλός με πολλά ενωμένα καλάμια4. κλουβί ή δίχτυ για να πιάνουν και να κρατούν μέσα πουλιά5. (κατά το λεξ. Σούδα) «μάχαιρα, κρεοκόπος».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- τού πήγ-νυμι* + επίθημα -(τ)ίς (πρβλ. τρωκτίς)].
Dictionary of Greek. 2013.